συστοιχία

συστοιχία
η
1) вереница, ряд; цепь;

συστοιχία αυτόματων μηχανών — автоматическая линия;

2) тех батарея (аккумуляторов и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "συστοιχία" в других словарях:

  • συστοιχία — συστοιχίᾱ , συστοιχία column fem nom/voc/acc dual συστοιχίᾱ , συστοιχία column fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστοιχίᾳ — συστοιχίαι , συστοιχία column fem nom/voc pl συστοιχίᾱͅ , συστοιχία column fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστοιχία — η, ΝΜΑ, και συστοιχεία Α [σύστοιχος] η ιδιότητα τού σύστοιχου, το να είναι κάτι σύστοιχο προς κάτι άλλο νεοελλ. 1. σειρά ομοειδών πραγμάτων τοποθετημένων παράλληλα ή κατά ζεύγη («συστοιχία πυροβόλων») 2. γραμμ. το να προέρχεται κάτι από την ίδια… …   Dictionary of Greek

  • συστοιχία — η 1. το να είναι κάτι στην ίδια σχέση με κάτι άλλο. 2. συνεχής σειρά ομοειδών πραγμάτων: Ηλεκτρική συστοιχία συσσωρευτών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντικειμενική συστοιχία — Μέθοδος λογοτεχνικής γραφής, κατά την οποία ο συγγραφέας (ποιητής ή πεζογράφος) προκαλεί συγκίνηση, συνδέοντας το κείμενό του με κάποιο οικείο ή προσπελάσιμο στον αναγνώστη αντικειμενικό στοιχείο (π.χ. με υπαρκτά γεγονότα, μύθους, γνωστή… …   Dictionary of Greek

  • συστοιχίας — συστοιχίᾱς , συστοιχία column fem acc pl συστοιχίᾱς , συστοιχία column fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστοιχίαι — συστοιχία column fem nom/voc pl συστοιχίᾱͅ , συστοιχία column fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστοιχίαν — συστοιχίᾱν , συστοιχία column fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστοιχιῶν — συστοιχία column fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστοιχίαιν — συστοιχία column fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συστοιχίαις — συστοιχία column fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»